- πλασματικός
- -ή, -όμη πραγματικός, ο φανταστικός: Πλασματικός χρόνος υπηρεσίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλασματικός — imitative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικός — ή, ό / πλασματικός, ή, όν, ΝΑ [πλάσμα] πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («πλασματική πλειοψηφία» τεχνητή πλειοψηφία) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσμα αρχ. (για είδος διηγήματος) ο δραματικός, δηλαδή ο μιμητικός («τὸ μὲν γὰρ εἶναι… … Dictionary of Greek
πλασματικά — πλασματικός imitative neut nom/voc/acc pl πλασματικά̱ , πλασματικός imitative fem nom/voc/acc dual πλασματικά̱ , πλασματικός imitative fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικῶν — πλασματικός imitative fem gen pl πλασματικός imitative masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικόν — πλασματικός imitative masc acc sg πλασματικός imitative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικοῖς — πλασματικός imitative masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικῆς — πλασματικός imitative fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικῶς — πλασματικός imitative adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλασματικῷ — πλασματικός imitative masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
plasmático — ► adjetivo BIOLOGÍA Del plasma. * * * plasmático, ca. (Del gr. πλασματικός). adj. Perteneciente o relativo al plasma … Enciclopedia Universal